- παμπάλαιον
- παμπάλαιοςvery oldmasc/fem acc sgπαμπάλαιοςvery oldneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μπάμπαλο — το 1. ράκος, κουρέλι («μάζεψε τα μπάμπαλά σου και φύγε» μάζεψε τα κουρέλια σου και φύγε) 2. σχίζα ξύλου ή ξηρή καλάμη σιταριού 3. μτφ. (για πρόσωπα) ανόητος, μωρός, ξεκουτιασμένος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. < *πάμπαλο < επίθ. παμπάλαιον ή, κατ άλλους,… … Dictionary of Greek